- ὑποσκαφή
- ὑποσκᾰφή, ἡ,A undermining,
σπηλαιώδεις ὑ. τῆς θαλάσσης Dsc.5.91
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπηλαιώδεις ὑ. τῆς θαλάσσης Dsc.5.91
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσκαφή — η / ὑποσκαφή, ΝΑ [ὑποσκάπτω] 1. υπόρυξη 2. (κατ επέκτ.) μέρος που έχει υποσκαφθεί … Dictionary of Greek
υποσκαπτικός — ή, ό, Ν [υποσκάπτω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποσκαφή 2. υπονομευτικός … Dictionary of Greek
ὑποσκαφάς — ὑποσκαφά̱ς , ὑποσκαφή undermining fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)